- υπερ-
- α' συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ-θυρο, υπερ-πηδώ, υπερ-πόντιος), αλλά και μεταφορικά με τις σημασίες τής υπέρβασης κάποιου ορίου, σημείου ή τών επιτρεπόμενων ορίων (πρβλ. υπέρ-ηχος, υπερ-κόσμιος, υπέρ-βαρος), τής υπερπήδησης εμποδίων, τής εξουδετέρωσης δυσχερειών (πρβλ. υπερ-νικώ, υπερπηδώ), τής επικράτησης, τής υπεροχής, τής ανωτερότητας σε σχέση με τους άλλους (πρβλ. υπερ-έχω, υπερ-ισχύω, υπερ-οπλία) και σε ορισμένες περιπτώσεις τής περηφάνιας, τής αλαζονείας, τής περιφρόνησης (πρβλ. υπερ-ήφανος, υπερ-όπτης, υπέροφρυς, υπερ-φίαλος)β) υπερβολικά, σε πολύ μεγάλο βαθμό, απόλυτα, εντελώς (πρβλ. υπέρ-λαμπρος, υπερ-νικώ, υπερπλήρης, υπερ-προστασία), με επιτατική, δηλαδή, αξία, που έχει προέλθει από την αρχική σημασία ότι κάτι υπάρχει ή γίνεται περισσότερο από όσο πρέπει, σε βαθμό μεγαλύτερο από τον κανονικόγ) για χάρη, για λογαριασμό κάποιου, εκ μέρους κάποιου ή για την προστασία, για την υπεράσπιση κάποιου (πρβλ. υπερ-ασπίζω, υπέρ-μαχος, υπερ-ψηφίζω). Τέλος, το υπερ- απαντά ως α' συνθετικό σε αρκετούς επιστημονικούς όρους οι οποίοι έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνειοι (πρβλ. υπερ-αιμία < αγγλ. hyper-aemia, υπερ-τρίχωση < αγγλ. hyper-trichosis, υπερ-τροφία < αγγλ. hyper-trophy) ενώ, στη χημεία αποτελεί πρόθημα το οποίο δηλώνει την παρουσία, σε μια χημική ένωση, ενός ηλεκτραρνητικού στοιχείου, κυρίως τού οξυγόνου, σε αναλογία μεγαλύτερη από αυτήν που καθορίζει ο συνήθης αριθμός οξείδωσής του.Παραδείγματα λ. με α' συνθετικό υπερ-: υπεράγαθος, υπεράνθρωπος, υπεράνω, υπερασπίζω, υπερβαίνω, υπερβάλλω, υπέργειος, υπερδισύλλαβος, υπερελαφρός, υπερένδοξος, υπερεπείγω, υπερευχαριστώ, υπερέχω, υπερήλικας, υπερήμερος, υπερήφανος, υπερθερμαίνω, υπέρθυρο, υπερισχύω, υπέρκειμαι, υπερκόσμιος, υπέρλαμπρος, υπέρμαχος, υπερμεγέθης, υπέρμετρος, υπερνικώ, υπέρογκος, υπεροπλία, υπερόπτης, υπερόριος, υπερούσιος, υπερπηδώ, υπερπλεονάζω, υπερπλήρης, υπέρπολυς, υπερπόντιος, υπερσιτίζω, υπερτραφής, υπερωκεάνιος·αρχ. υπεράγαμαι, υπεραγορεύω, υπεραγωνιώ, υπεραής, υπέραλλος, υπερεκτίνω, υπερελίσσω, υπερεύχομαι, υπερέψω, υπερθρώσκω, υπερκάμνω, υπερνέφελος, υπεροικοδομώ, υπερορώ, υπερσκοπώ, υπέρσπονδος, υπερτρέχω, υπερφέρω, υπερφθίνομαι, υπερφορώ, υπερχαλώ, υπερχθόνιος, υπερχωρώ, υπερώδυνος, υπερωμία, υπερωρόφιοςαρχ.-μσν.υπεραγανακτώ, υπέραγνος, υπεραγρυπνώ, υπεράγω, υπεραγωνίζομαι, υπεραίρω, υπερεκτείνω, υπερενούμαι, υπέροφρυς, υπερπάσχω, υπερφαίνω, υπερφιλώ, υπερφυής, υπερχειλής, υπέρχρονος, υπερώνυμος·μσν. υπεραγάλλομαι, υπεραέριος, υπεραθλώ, υπεραληθής, υπεράχραντος, υπερέντιμος, υπερευδοξώ, υπεριππεύω, υπέρμαζος, υπερουργώ, υπερσέβαστος, υπέρφημος, υπερφιλον(ε)ικώ, υπερχρήματος, υπέρχρυσοςμσν.- νεοελλ.υπεράριθμος, υπερεκτιμώ, υπερόφρυος, υπέρτιμος, υπερφυσικός·νεοελλ. υπεραθλητής, υπεραιμία, υπεραισθητός, υπεραμύνομαι, υπεραπασχόληση, υπεραρκετός, υπεραστικός, υπερατλαντικός, υπέρβαρος, υπερδιέγερση, υπερδύναμη, υπερεγώ, υπερεντείνω, υπερευαισθησία, υπερηχητικός, υπέρηχος, υπερίδρωση, υπερκαλύπτω, υπερκατανάλωση, υπερκομματικός, υπερκόπωση, υπερπαραγωγή, υπερπέραν, υπερπληθυσμός, υπερπροστασία, υπερσύγχρονος, υπερτρίχωση, υπερτροφία, υπερφειδωλός, υπερφορτίζω, υπερψηφίζω, υπερωρία.
Dictionary of Greek. 2013.